- ευπρεπισμός
- οη πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευπρεπισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευπρεπίζω, η τακτοποίηση, αλλ. συγύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμμωση — η 1. ευπρεπισμός της κόμης, χτένισμα. 2. είδος χτενίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)